πάμμικρος

πάμμικρος
πάμμικρος, -ον (Α)
ο πάρα πολύ μικρός, μικρότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + μικρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πάμμικρον — πάμμικρος very small masc/fem acc sg πάμμικρος very small neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμμίκρου — πάμμικρος very small masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάμμικρα — πάμμικρος very small neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”